Σύμφωνα με τον Χαράλαμπο Θεοδωρίδη1, η φιλοσοφία έχει κέντρο και προορισμό τον άνθρωπο, την κατάστασή του και τη θέση του στην κοινωνία.
Τα ολοκληρωμένα φιλοσοφικά συστήματα, και περισσότερο αυτά των ελληνιστικών χρόνων, δίνουν ιδιαίτερο βάρος στην ηθική, που εξετάζει ακριβώς τον άνθρωπο και προτείνει τον τρόπο να ζει τη ζωή του.
Παράλληλα με την γνωσιοθεωρία τους, τη λογική όπως λέμε, εξετάζουν την ικανότητα του ανθρώπου και τον τρόπο, τη μέθοδο για να αντιληφθεί τα πράγματα,
και μαζί μ’ αυτά καταπιάνονται να δομήσουν τη φυσική τους θεωρία, να εξηγήσουν δηλαδή τον κόσμο μέσα στον οποίο βρισκόμαστε.
Είναι επόμενο αυτά τα διακριτά εννοιολογικά τμήματα να συνδέονται απόλυτα μεταξύ τους καθώς το ένα βασίζεται και δικαιολογεί το άλλο.
Όμως στη λογική πως οι αντιλήψεις που διαμορφώνουμε – και στη φιλοσοφία2 - επηρεάζονται από την κοινωνική θέση του φορέα τους, θ’ ανοίξουμε εδώ μια παρένθεση. Γιατί με βάση τα προηγούμενα θα πρέπει να δικαιολογήσουμε την ιδεαλιστική φιλοσοφία, ακριβώς γι αυτό που είναι: Καθώς επιθυμεί τη διαστρωμάτωση της κοινωνίας για να την στηρίξει, θα μας πει πως δεν μπορούμε να αντιληφθούμε καθαρά αυτά που γίνονται είτε γιατί τα καθορίζει μια υπέρτατη δύναμη3 είτε γιατί είναι εικονικά είτε γιατί είναι μηχανικά τακτοποιημένα4 και πορεύονται μια χαρά για εμάς χωρίς εμάς.
Η ελληνική φιλοσοφία στο σύνολό της δέχεται σαν επιδίωξη ζωής για τον άνθρωπο την ευτυχία του. Για τον Επίκουρο μάλιστα αυτή είναι και η χρησιμότητα - η αποστολή - της ίδιας της φιλοσοφίας. Σύμφωνα με τον ορισμό που μας παραδίδει ο Σέξτος, - ο ίδιος ο Επίκουρος δεν τα πήγαινε καλά με τους ορισμούς, - η φιλοσοφία είναι σκέψη και δράση που σκοπό έχει να υπηρετήσει την ευτυχισμένη ζωή5. Θα φιλοσοφήσουμε λοιπόν για να βρούμε τον πιο σύντομο δρόμο για την ευδαιμονία. Χωρίς περιττές συνταγές, όπως γράφει στην πέτρα ο Διογένης από τα Οινόανδα: πρώτα θα αναρωτηθούμε τι είναι η ευτυχία κι έπειτα τι φέρνει την ευτυχία6.
Εδώ θα επισημάνουμε την προσήλωση του Επίκουρου στο αληθινά ζητούμενο. Η φιλοσοφία δεν είναι για τη φιλοσοφία, ούτε η επιστήμη για την επιστήμη. Καμιά δραστηριότητα δεν υπηρετεί τον εαυτό της μα όλες τον άνθρωπο για την επίτευξη της ευτυχία του.
Ο Επίκουρος κι εδώ δεν ψάχνει για ορισμούς. Αναγνωρίζει πως η βάση της ύπαρξής μας είναι ωφελιμιστική. Κι όλα όσα κάνουμε ή δεν κάνουμε είναι για την ευχαρίστησή μας. Και διακρίνει ως σύμφυτο, συγγενικό, που θα πει μ’ αυτό γεννιόμαστε, αγαθό την ηδονή7. Αυτή τραβάει σαν μαγνήτης όλα τα ζωντανά πλάσματα όπως τα μικρά παιδιά, πριν τα φορτώσει η κοινωνία με τις έγνοιες και τα υπόλοιπα.
Κάθε ζωντανό πλάσμα απ’ τη φύση του, κι όχι από κάποια προηγούμενη γνώση, αποφεύγει τον πόνο κι αποζητά την ηδονή8. Μ’ αυτά τα λόγια, που αποδίδει και πάλι ο Σέξτος στους επικούρειους, ορίζεται άμεσα και τόσο απλά και σε ποια ηδονή αναφέρονται.
Αυτή που νιώθουμε καθ’ όσο απουσιάζει ο πόνος, η έλλειψη, η οδύνη. Η ηδονική κατάσταση απουσίας σωματικού πόνου και ταραχής στην ψυχή9. Την ηδονή που όλοι μας αποζητάμε όταν μας βασανίζουν προβλήματα υγείας, όταν μας κόβει η πείνα,
- να συμπληρώσουμε και τις ταραχές των καιρών μας, - όταν δεν καλύπτουμε την επιταγή, όταν δε μας φτάνουν για το νοίκι ή τη δόση του δανείου. Η επικούρεια ηδονή υπάρχει, όταν δεν έχουμε βάλει τέτοιες υπογραφές κι όταν δεν έχουμε απλώσει τα πόδια πέρα απ’ το πάπλωμα.
Έτσι, σύμφωνα με τα προηγούμενα, μοιάζει εύκολο κι απλό να είμαστε ευτυχισμένοι. Σα να είναι το πιο φυσικό πράγμα. Σα να το έχουμε μέσα μας να γεννιόμαστε μ’ αυτό. Σα να είναι η ίδια η ζωή συνώνυμη με την ευτυχία.
Πολύ αισιόδοξο και ταυτόχρονα, κατά τους επικούρειους, πολύ αληθινό!
Και σε απόλυτη αντίθεση - ανοίγουμε την παρένθεση ξανά - με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη των νεανικών του συγγραμμάτων, που δίδασκαν πως ο άνθρωπος είναι η ψυχή του, που είναι ξέχωρη από το σώμα (δυισμός), κι όταν βρίσκεται σ’ αυτό βιώνει το θάνατό της, και περιμένει το θάνατο του σώματος για να απελευθερωθεί, επομένως – όπως έλεγαν – καλύτερα να μη γεννιόμαστε, αλλά αφού την πατήσαμε, κατά το κοινώς λεγόμενο, θα το υποστούμε μέχρι ν’ αποδημήσουμε στους ουρανούς.
Για τον Πλάτωνα η φιλοσοφία ήταν «μελέτη θανάτου». Για τον Επίκουρο εργαλείο για την ευζωία.
Ο Θεοδωρίδης γράφει πως ολόκληρο το φιλοσοφικό οικοδόμημα του Επίκουρου βασίζεται στο ότι ο άνθρωπος είναι αρκετός να φτιάξει την ευτυχία του αρκεί να λείψουν οι ενοχλήσεις10.
Τι θα πει ο άνθρωπος είναι αρκετός να φτιάξει την ευτυχία του;
Σε ποια δύναμη θα βασιστεί για να το πετύχει;
Θα εστιάσουμε σ’ αυτό το ερώτημα, γιατί εδώ βρίσκεται ο πυρήνας της ηθικής φιλοσοφίας του Επίκουρου. Και θα απαντήσουμε αμέσως.
Ο άνθρωπος είναι αρκετός γιατί είναι ελεύθερος. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος απλά γιατί νιώθει τον εαυτό του ελεύθερο. Δεν υπάρχει πουθενά στη φιλοσοφία παρόμοια εμπιστοσύνη και ανάδειξη της βούλησης ως κινητήρια δύναμη των ενεργειών του ανθρώπου. Γι αυτό οι μελετητές του Επίκουρου δεν αναφέρονται σε οποιαδήποτε ελευθερία αλλά σε επικούρεια ελευθερία, που δεν είναι άλλη από αυτή που από τη φύση μας διαθέτουμε.
Εκεί την αποδίδει ο δάσκαλος στηρίζοντάς την στη φυσική του με την περίφημη παρέγκλιση στην κίνηση των ατόμων. Δεν θ’ αναφερθούμε εδώ στη φυσική θεωρία του Επίκουρου, θα επισημάνουμε μόνο, πως ενώ ασπάστηκε την ατομική θεωρία του Δημόκριτου, διαφοροποιήθηκε στο σημείο που αυτή συγκρούονταν με το τυχαίο και με την ελεύθερη βούληση.
Έτσι ανάγκασε τον Λουκρήτιο να τον υμνήσει σαν μέγα διαφωτιστή11, λέγοντας πως δεν μπορεί ο άνθρωπος πλάσμα της φύσης να διαθέτει βούληση κι η φύση η ίδια να είναι σκλαβωμένη στην ανάγκη. Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε και ο νεαρός Καρλ Μαρξ με τη διδακτορική του διατριβή «Για τη διαφορά ανάμεσα στη Δημοκρίτεια και Επικούρεια φιλοσοφία της Φύσης».
Ξεκινώντας απ’ αυτή την αλήθεια12 ο Επίκουρος πολεμάει ν’ ανατρέψει όλα όσα βαραίνουν τη ζωή του ανθρώπου και στέκονται εμπόδιο στην ευτυχία του.
Στον αντίποδα οι συγκαιρινοί των επικούρειων στωικοί αναγνώριζαν την άσκηση της ελεύθερης βούλησης μόνο ως προς την αποδοχή ή μη της σκόπιμης αλληλουχίας αναγκαίων συμβάντων που συνιστούν τη μηχανική αρμονία του κόσμου. Η ελευθερία τους έτσι συνιστούσε την υποταγή μας στη μοίρα.
Είναι γνωστό ότι παρθενογένεση δεν υπάρχει. Κι ο Επίκουρος δεν προέκυψε από το πουθενά. Από μικρό παιδάκι γνωρίζει τον Όμηρο, τη φιλοσοφία του Πλάτωνα και των ιδεαλιστών, θαυμάζει τις γνώμες των φυσικών φιλοσόφων και των σοφιστών και ακολουθεί σε πολλά τον Δημόκριτο. Ζει όλες τις αναστατώσεις από τους πολέμους των στρατηγών για επιρροή, παρακολουθεί την απογύμνωση του δήμου στις πόλεις, γνωρίζει τους όρους και τα κίνητρα για όλον αυτόν τον παραλογισμό, αντιλαμβάνεται και τις θεωρίες που οδηγούν στη δεισιδαιμονία και την παθητικότητα του βυθισμένου στη μοιρολατρία ανθρώπου. Γνωρίζει τον εχθρό, τα όπλα και τις μεθόδους του και στρώνει τη διδασκαλία του με δικό του όπλο την αυτοσυνειδησία, τη χειραφέτηση, την άρνηση της ανάγκης.
Ο Επίκουρος δεν βολεύεται με τα περιθώρια χειρισμού δυνατοτήτων που μας παρέχει η φύση (Δημοκρίτεια χρεία) μα με την φυσική δύναμη της βούλησης ώστε να χειριστούμε τα πράγματα για τη ζωή που επιλέγουμε να ζήσουμε.
Μ’ αυτή τη φυσική δύναμη, με το θάρρος της σοφίας, θα ορίσει με τη φορτισμένη από τότε λέξη ηδονή το τέλος, το σκοπό της ανθρώπινης δράσης, που κι αυτό μέσα στη φύση μας βρίσκεται.
«Η αλήθεια απλά υπάρχει. Το ψέμα χρειάζεται να εφευρεθεί». Και πράγματι στα ψέματα και την παραπλάνηση των ιδεαλιστών βρίσκει ο Επίκουρος την πηγή των ενοχλήσεων της ψυχής. Στους φόβους και τις παράλογες επιθυμίες που ταράζουν τη ζωή μας.
Πώς είναι δυνατόν να είμαστε ελεύθεροι όταν η ηθική μας συμπεριφορά καθοδηγείται από το φόβο των θεών ή την ελπίδα για την εύνοιά τους.
Όταν η ζωή μας σκιάζεται από το φόβο του θανάτου.
Με ποιο τρόπο θα ζήσουμε τη ζωή μας όταν προσδοκούμε τη συνέχισή της μετά το θάνατο, όπου θα έχουμε άπειρο χρόνο είτε να διορθώσουμε είτε να χαρούμε όσα στερούμαστε τώρα.
Ή όταν αναρωτιόμαστε σε τι πλάσμα θα φωλιάσει η ψυχή μας όταν επανέλθει στη ζωή.
Πώς θα ζήσουμε ελεύθεροι κι ατάραχοι όταν φορτωνόμαστε με υπέρμετρες φιλοδοξίες για φήμη κι αξιώματα.
Πώς θα ριχτούμε στον αγώνα για πλούτο κι απολαύσεις χωρίς δουλικότητα προς τον όχλο και την εξουσία όπως λέει χαρακτηριστικά ο δάσκαλος.
Ο Διογένης ο Λαέρτιος μας διέσωσε την επιστολή του Επίκουρου στο Μενοικέα, μια επιστολή για την ευζωία που θα έπρεπε να διδάσκεται αυτούσια στα σχολεία όλου του κόσμου, όπου βρίσκουμε απαντήσεις σ’ όλα τα προηγούμενα.
Εκεί αναδεικνύει τη φρόνηση αξιότερη κι από την ίδια φιλοσοφία13. Είναι η ύψιστη αρετή, ικανή να μας οδηγήσει στην ευζωία. Με τη φρόνηση θα χειριστούμε σοφά τη βούληση, την αυτοσυνειδησία μας, θα πάρουμε την ευθύνη των πράξεών μας και θα πολεμήσουμε την κηδεμόνευση.
Θα κατανοήσουμε πως δεν ταιριάζει στην ατάραχη φύση των θεών ν’ ασχολούνται με τ’ ανθρώπινα και δεν ωφελεί ν’ αποδίδουμε σ’ αυτούς όσα μας συμβαίνουν.
Θα κατανοήσουμε πως όσο ζούμε δεν έχει νόημα να μας κυριεύει ο φόβος του θανάτου, καθώς δεν πρόκειται να τον αντιληφθούμε ούτε όταν θα έρθει ούτε αφού θα έχει έρθει.
Με τη φρόνηση θα ζυγίσουμε σωστά τις επιθυμίες μας και θα επιτύχουμε την αυτάρκεια, για να νιώθουμε ασφαλείς και ελεύθεροι, καθώς αρκούμενοι στα λίγα εισπράττουμε γνήσια χαρά και από αυτά και από τα παραπάνω, όταν μας τυχαίνουν.
Θα κατανοήσουμε πως είναι περιττό το κυνήγι της φήμης και της εξουσίας καθώς οδηγούν την ψυχή μας σε όλο και μεγαλύτερη ταραχή.
Με τη φρόνηση θα κατανοήσουμε την αξία και το νόημα της γνήσιας επικούρειας φιλίας, του αθάνατου αγαθού που χτίζει ολοκληρωμένες κοινωνίες στηριγμένες στη φυσική σύμβαση του μη βλάπτειν ίνα μη βλάπτεσθαι αντί για το δίκαιο το επινοημένο από τα λογής συμφέροντα.
Και τις 4 έννοιες που έδωσε ο Επίκουρος τ’ όνομά του η ελευθερία, η αταραξία, η ηδονή, η φιλία βρίσκονται μέσα στην ανθρώπινη φύση. Χρωστάμε χάρη στην μακάρια φύση που έκανε εύκολα τα αναγκαία και δύσκολα τα μη αναγκαία.
Η Επικούρεια φιλοσοφία είναι μια φιλοσοφία του κατά φύση ευ ζην.
Αν η ελευθερία είναι η ηδονή τότε η σκλαβιά είναι πόνος. Εδώ θα συναντήσουμε και την ενότητα των αντιθέτων του Ηράκλειτου με την ερμηνεία που της έδωσε ο Δημόκριτος. Το ένα γίνεται κατανοητό χάρη στο έτερο, το αντίθετό του. Τόσο λαχταρούμε την ελευθερία όσο βιώνουμε τη στέρησή της. Όσο πιο βαριά η ανάγκη τόσο πιο ισχυρή η θέληση γι αποφυγή της.
«Κακόν ανάγκη αλλ’ ουδεμία ανάγκη ζην μετ’ ανάγκης» λέει ο δάσκαλος.
Θα αποφύγουμε την κοινοτυπία πως τη σημερινή εποχή συμβαίνει αυτό ή εκείνο. Ο άνθρωπος υπάρχει πάντοτε ως θύμα των εξουσιαστικών ελίτ. Από εκείνα τα χρόνια ο Επίκουρος αναγνώριζε πως η μεγάλη μάζα των ανθρώπων βιώνει «…το δεσμωτήριο από τα εγκύκλια και τα πολιτικά».
Το πώς πορεύεται ο κόσμος και τα δημόσια πράγματα, το ζούμε αιώνες τώρα: Θ’ ανοίξω ξανά την παρένθεση. Επιτρέψτε μου για την οικονομία του λόγου τις παρακάτω γενικεύσεις:
Τα μοντέλα διοίκησης είναι πλατωνικά και πυθαγόρεια. Πυραμιδικά και συντεχνιακά. Η πνευματική και θρησκευτική καθοδήγηση στωική, με αρκετό Πλάτωνα εδώ στα δικά μας. Η επιστημονική σκέψη κυρίως αριστοτελική. Οι κοινωνικές δομές συντεχνιακές επίσης και τα οικονομικά συστήματα είτε καπιταλιστικά είτε μαρξιστικά εμπνέονται από το στωικισμό. Ο καθένας άνθρωπος μέσα του, μέχρι ν’ αλλοτριωθεί η φύση του, και στο βαθμό αντίστασης που διαθέτει, είναι επικούρειος.
Ενδεχομένως όλο αυτό είναι συνταγή παραφροσύνης. Εμείς όμως εφόσον έχουμε κατανοήσει τον Επίκουρο, είμαστε ικανοί να βιώσουμε και να δείξουμε τις λύσεις. Εξάλλου η διέξοδος βρίσκεται στην ίδια τη φύση μας.
Οι Κήποι στην αρχαιότητα ήταν εστίες επικούρειας ζωής και διαρκούς εμπνευσμένης διαφώτισης. Ο Επίκουρος είναι πάντα το ίδιο επίκαιρος όσο και η ανθρώπινη ανάγκη για το κατά φύσιν ευ ζην.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, Επίκουρος, Η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου
[2] Στο ίδιο, σελ.218
[3] Ο Πλάτων είναι βέβαιος πως στα άστρα κατοικούν οι ψυχές ώστε είναι βέβηλοι όσοι τους αποδίδουν φυσικές ιδιότητες: Όποιοι κατά το παρελθόν βρέθηκαν μπλεγμένοι με το να διαβεβαιώνουν ψευδώς, ότι τα ουράνια σώματα είναι “μεστά λίθων και γης”, οφείλουν να θεωρήσουν ως μόνους υπεύθυνους τους εαυτούς τους. Πλάτων, Νόμοι 967 B-C
[4] Στωικοί
[5] «…Επίκουρος μεν έλεγε την φιλοσοφίαν ενέργειαν είναι λόγοις και διαλογισμοίς τον ευδαίμονα βίον περιποιούσαν». Σέξτος Εμπειρικός.
[6] «…το πρόβλημα ου τούτό εστίν τι της ευδαιμονίας ποιητικόν, τι δε το ευδαιμονείν εστίν…». Διογένης Οινοανδέας
[7] «Και δια τούτο την ηδονήν αρχήν και τέλος λέγομεν είναι του μακαρίως ζην, ταύτην γαρ αγαθόν πρώτον και συγγενικόν έγνωμεν…» Επιστολή προς Μενοικέα 129
[8] «…φυσικώς και αδιδάκτως το ζώον φεύγει μεν την αλγηδόνα διώκει δε την ηδονήν…». Σέξτος Εμπειρικός
[9] «Όταν ουν λέγωμεν ηδονήν τέλος υπάρχειν, ου τας των ασώτων ηδονάς, …αλλά το μήτε αλγείν κατά σώμα μήτε ταράττεσθαι κατά ψυχήν…». Επιστολή προς Μενοικέα
[10] Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, Επίκουρος, Η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου, σελ.219
[11] Λουκρήτιος Κάρος, De rerum natura II 251-260
[12] Η αρχή της αβεβαιότητας της ύλης, μέσα από τα πειράματα του Χάϊζενμπεργκ επιβεβαιώνουν τον Επίκουρο. Βλ. Μαίρη Σταματιάδου, Επίκουρος και κβαντική φυσική.
[13] «Τούτων δε πάντων αρχή και το μέγιστον αγαθόν φρόνησις, διό και φιλοσοφίας τιμιώτερον υπάρχει φρόνησις, εξ ης αι λοιπαί πάσαι πεφύκασι αρεταί…» Επιστολή προς Μενοικέα 132